ζωαρκής

ζωαρκής
ζωαρκής, ές,
A life-supporting,

αὐγή Milet.6.18

(ii A.D.), cf. Procl.H. 1.2, Nonn.D.25.178;

χρεία PLond.5.1729.17

, al.(vi A.D.); τὰ ζ. the necessaries of life, Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωαρκής — ές (AM ζωαρκής, ές) 1. επαρκής στη ζωή, αυτός που βοηθεί στη διατήρηση τής ζωής, αυτός που αναφέρεται στη ζωάρκεια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζωαρκῆ η ζωάρκεια, τα χρήσιμα ή απαραίτητα για τη συντήρηση τής ζωής, τα επαρκή για τη ζωή μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωαρκῆ — ζωαρκής life supporting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ζωαρκής life supporting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ζωαρκής life supporting masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωαρκέα — ζωαρκής life supporting neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ζωαρκής life supporting masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωαρκές — ζωαρκής life supporting masc/fem voc sg ζωαρκής life supporting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωαρκέος — ζωαρκής life supporting masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωαρκέσιν — ζωαρκής life supporting masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aalmutter — Weibchen Systematik Barschverwandte (Percomorpha) Ordnung: Groppenartige (Cottiformes) …   Deutsch Wikipedia

  • άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωάρκεια — η (AM ζωάρκεια και διάφ. ανάγν. ζωαρκία) [ζωαρκής] νεοελλ. μσν. όσα επαρκούν για τη διατήρηση τής ζωής, επάρκεια τών προς το ζην αρχ. η διατήρηση τής ζωής …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”